- Γυρῶν
- Γυραίfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γυρῶν — γῡρῶν , γυρός rounded fem gen pl γῡρῶν , γυρός rounded masc/neut gen pl γυρόω make round pres part act masc voc sg (doric aeolic) γυρόω make round pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) γυρόω make round pres part act masc nom sg γυρόω … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γύρων — γύ̱ρων , γῦρος ring masc gen pl γυρόω make round imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) γυρόω make round imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπείρα — Διακοσμητικό μοτίβο πολύ διαδομένο στην προϊστορική εποχή. Η φύση του σχήματος αυτού είναι διπλή: μπορεί να παραστάνει μια καθαρή γεωμετρική αφαίρεση ή να είναι η σχηματοποιημένη αναπαράσταση φυσικών μορφών. Στη δεύτερη φύση της παρουσιάζεται για … Dictionary of Greek
οδοντωτός τροχός — Μηχανισμός κατάλληλος για τη μετάδοση κίνησης από έναν κινητήριο σε έναν κινούμενο άξονα· αποτελείται από τροχούς, στην περιφέρεια των οποίων είναι διαμορφωμένες προεξοχές (δόντια) σε κανονικά διαστήματα και με κατάλληλο σχήμα. Η βάση των δοντιών … Dictionary of Greek